- ἄρχονται
- ἄρχωto be firstpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδοντοφυώ — (Α ὀδοντοφυῶ, έω) (για νήπια και παιδιά) βγάζω δόντια («τὰ δὲ παιδία ἑβδόμῳ μηνὶ ἄρχονται ὀδοντοφυεῑν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυῶ (< φυής < φύομαι), πρβλ. τριχο φυώ] … Dictionary of Greek
προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« … Dictionary of Greek
χερουβικός — ή, ό / χερουβικός, ή, όν, ΝΜΑ [χερουβ(ε)ίμ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ. β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ. γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν… … Dictionary of Greek
ἄρχοντ' — ἄρχοντα , ἄρχω to be first pres part act neut nom/voc/acc pl ἄρχοντα , ἄρχω to be first pres part act masc acc sg ἄρχοντι , ἄρχω to be first pres part act masc/neut dat sg ἄρχοντι , ἄρχω to be first pres ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ρχοντο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)